παθοκρατορία

παθοκρατορία
παθοκρατορία, ἡ (Α)
παθοκράτεια*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + -κρατορία, πιθ. μέσω αμάρτυρου *παθοκράτωρ (πρβλ. αυτοκρατορία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”